παραχρωματοφόρος

παραχρωματοφόρος
-α, -ο (μικρβλ.) (για μικρόβιο) αυτός που παράγει χρωστική ουσία ως έκκριμα και τήν διατηρεί στα έλυτρά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”